Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

 

Γιατί η συνηγορία υπέρ του Μαζάουερ;


Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Ταχόπουλου (Η Θεσσαλονίκη, ο Μαζάουερ και τα φαντάσματα του οθωμανισμού), ξαναδιάβασα το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, και ένιωσα πολύ μεγαλύτερη απορία απ’ ό,τι στην πρώτη, πριν από χρόνια, ανάγνωσή του. Και όχι μόνο γιατί το διάβασα προσεκτικότερα, αλλά κυρίως διότι, στα αρκετά χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά, το 2006, δεν παρουσιάστηκε ποτέ μια σοβαρή κριτική αποτίμηση του συγκεκριμένου έργου, ενώ συνεχίζονταν οι διθύραμβοι, και κατέστη πλέον, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, σχεδόν κλασικό, τουλάχιστον για τους ιστορικούς, και ως το βιβλίο «αναφοράς» σχετικά με τη νεώτερη Θεσσαλονίκη.

Και η απορία μου –η οποία κάποιες στιγμές μετατρέπεται σε οργή– εδράζεται στο γεγονός ότι το βιβλίο του Μαζάουερ εντάσσεται τόσο εμφανώς στο είδος του ιστορικού αφηγήματος και όχι της ιστορίας, και μάλιστα με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ώστε είναι εντελώς απαράδεκτη η αποδοχή του ως ενός βιβλίου ιστορίας, που συνιστά μάλιστα τομή στην ιστοριογραφία. Και μόνο ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Ιωάννης Τουλουμάκος, θα επιχειρήσει μια συνοπτική, αλλά ευθύβολη βιβλιοκριτική στο έργο του συνολικά, επισημαίνοντας τα τεράστια και προφανή κενά του, ενώ και ο επίσης Θεσσαλονικιός, Ευάγγελος Χεκίμογλου, θα επιμείνει στις αποσιωπήσεις του βιβλίου του Μαζάουερ γύρω από το θέμα των εξισλαμισμών .

Γράφει σχετικά ο Ι. Τουλουμάκος:

Σε παλαιότερες εποχές, οι πρωτοετείς φοιτητές της Ιστορίας μάθαιναν πως επιστημονικό αλλά και ηθικό χρέος του ιστορικού είναι να «βρει τι πραγματικά συνέβη», δηλ. την αλήθεια, μακριά από κάθε πάθος και οργή και ότι, αν δεν μπορέσει να βρει την αλήθεια, επειδή οι γνωστικές δυνατότητες είναι περιορισμένες, πρέπει πάντως η αναζήτησή της να αποτελεί σε κάθε περίπτωση τον μόνο σκοπό του, ακριβέστερα: να είναι στάση ζωής. Εκτός από την αντίληψη αυτή, υπήρξαν όμως, ήδη από την αρχαιότητα, και άλλες – όπως ότι η Ιστορία μπορεί να αποβλέπει στην τέρψη ή τον εντυπωσιασμό, ή ακόμη να είναι θεραπαινίδα προκαταλήψεων ή ιδεοληψίας. Υπήρξαν και υπάρχουν και σήμερα και, όπως γνωρίζω, τείνουν να παραμερίσουν την πρώτη.

Το βιβλίο του M. Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων, μπορεί να ανήκει στη δεύτερη ή τρίτη κατηγορία, σίγουρα όμως δεν ανήκει στην πρώτη, ή, σε άλλη διατύπωση, δεν θέλει να βρει «τι πραγματικά συνέβη», δηλ. την αλήθεια. Έχει ένα σαφή «προγραμματικό χαρακτήρα», όπως δείχνουν οι επιλογές των μαρτυριών (όπου και όπως γίνονται στο βιβλίο), οι σχετικές κρίσεις του, αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου.

Θα έλεγα πως το βιβλίο του Μαζάουερ αποτέλεσε το πιο επιτυχημένο εγχείρημα της αποδομητικής «νέας ιστορίας» των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όχι μόνο γιατί γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα και κυκλοφορία, αλλά κυρίως διότι προσανατόλισε τη μελέτη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά τον ίδιο τρόπο ίσως που, στις περασμένες δεκαετίες, αυτή η ιστορία ήταν επίσης μονόπλευρα προσανατολισμένη προς την αντίστροφη κατεύθυνση.

Το βιβλίο του Μ., όπως και ανάλογες σχετικές μελέτες , χρησιμοποιώντας το κενό της ελληνικής ιστοριογραφίας για τα θέματα που αφορούν τους Εβραίους ή τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, εμφανίζεται ως ένα βιβλίο που θεραπεύει αυτή την έλλειψη. Ωστόσο, το γιατρικό είναι τόσο δυνατό, ώστε κινδυνεύει να εξοντώσει τον ασθενή, διότι ο Μαζάουερ και οι συν αυτώ τείνουν να υποκαταστήσουν την ιστορία της Θεσσαλονίκης, στο σύνολό της, από την ιστορία των κοινοτήτων που προαναφέρθηκαν.

Επιπλέον, ο Μ. χρησιμοποιεί ένα ακόμα τέχνασμα. Γράφει και δεν γράφει «ιστορία», όπως επεσήμανε και ο καθηγητής Τουλουμάκος, και έτσι, μπορεί εύκολα να αποκρούσει τα βέλη για τις ιστορικές ανακρίβειες και αποσιωπήσεις του βιβλίου. Για όσους τον επικρίνουν, γράφει μια ιστορική αφήγηση. Για όσους τον αποδέχονται και τον εκθειάζουν, γράφει «Το βιβλίο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης». Έτσι μόνο μπορεί να συγχωρηθεί –πιστεύει– η έλλειψη βιβλιογραφίας, η χρησιμοποίηση αποκλειστικά δευτερευουσών βιβλιογραφικών πηγών και οι αφηρημένες αναφορές και διαβεβαιώσεις χωρίς παραπομπές. 

Για παράδειγμα, δεν έχει διαβάσει ούτε καν το βιβλίο του Εβλιά Τσελεμπί, της μόνης δηλαδή οθωμανικής πηγής, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για τη Θεσσαλονίκη, και μία παραπομπή που γίνεται σ’ αυτόν (βλ. σ. 117 ) αφορά απόσπασμα του βιβλίου που παρατίθεται από άλλον συγγραφέα. Και όμως, το βιβλίο του Τσελεμπί έχει εκδοθεί σε πάμπολλες γλώσσες και στα ελληνικά, ήδη από το 1991. Σε βιβλίο ιστορίας για τη Θεσσαλονίκη αγνοεί, σκανδαλωδώς, ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφεί γι’ αυτήν, το βιβλίο του Κωστή Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη: τομή της μεταπρατικής πόλης. Κάπου αναφέρεται, en passant, στον «κατακτητή ορθόδοξο Βαλκάνιο έμπορα», χωρίς να αναφέρει ότι πρόκειται για την περιβόητη έκφραση του σημαντικότερου συγγραφέα για την οικονομική ιστορία των Βαλκανίων, του Στόγιαν Στογιάνοβιτς. Και θα μπορούσα να αναφέρω πάμπολλα ανάλογα παραδείγματα της προφανούς και απαράδεκτης προχειρότητας στον βιβλιογραφικό εξοπλισμό του βιβλίου.


Γράφει για τη Θεσσαλονίκη χωρίς την παραμικρή νύξη στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της
ή τη σημαντική ποιητική και λογοτεχνική παράδοση της πόλης. Μήπως γιατί ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνική; Σε αντίθεση με τις πάμπολλες αναφορές του στα πορνεία, και τα καφέ σαντάν. Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η δημιουργία του οποίου, το 1926, αποτέλεσε τομή για την ιστορία της πόλης, δεν αξιώνεται ούτε καν μια αναφορά. Το ίδιο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της πόλης με την αγροτική ενδοχώρα, σχέσεις οι οποίες θα φώτιζαν διαφορετικά και τον ρόλο και τον χαρακτήρα της προφανώς, δε, εξωραΐζει συστηματικά την κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της πόλης κάτω από την οθωμανική κυριαρχία.

Η προκατάληψή του είναι τόσο μεγάλη, ώστε χαρακτηρίζει επανειλημμένα το ’21 ως εξέγερση μάλλον περιορισμένης σημασίας και ποτέ ως επανάσταση με τεράστιο ρόλο για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Ακόμα και για το εργατικό κίνημα και την Φεντερασιόν αφιερώνει πολύ λιγότερες σελίδες, απ’ ό,τι για τα ροζ φανάρια της πόλης. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που εντάσσεται στην παράδοση του Πιέρ Λοτί και του οριενταλισμού, υποτιμώντας εντελώς μια αληθινά ολιστική, όπως θέλει ο ίδιος να είναι, περιγραφή της Θεσσαλονίκης.

Και, όπως ο Πιέρ Λοτί, στον 19ο αιώνα, υπήρξε ο πρώτος συνήγορος του οθωμανισμού, έτσι και ο Μαζάουερ επανέρχεται σε μια καθαρά απολογητική για τους Οθωμανούς αντίληψη της κατεχόμενης Θεσσαλονίκης.

Δεν θα αναφέρω τα πάμπολλα παραδείγματα που παραθέτει ο Ταχόπουλος στο βιβλίο του για τη μεροληπτικότητα του Μ. έναντι της τουρκικής καταπίεσης. Σημασία έχει να δούμε το πώς και το γιατί αυτού του ιστορικού αφηγήματος. Η Θεσσαλονίκη, μέσα σε ένα αιώνα, γνώρισε ανατροπές και συγκρούσεις χωρίς προηγούμενο. Το 1912, όταν απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, ήταν μια πόλη με πολλές εθνοτικές ομάδες, μεγαλύτερη των οποίων ήταν η εβραϊκή, και ακολουθούσαν η μουσουλμανική και η ελληνική, εκτός από μικρότερες Βουλγάρων, Σλαβομακεδόνων, Αρμενίων, Ευρωπαίων κ.λπ. Από τότε, ήδη μέσα σε δώδεκα χρόνια, το πρόσωπο της πόλης αναμορφώθηκε ριζικά. Οι μουσουλμάνοι, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, θα αντικατασταθούν από ένα μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από τη Μ. Ασία, τον Πόντο και την Αν.
Θράκη. Τέλος, το 1940-44, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα εβραϊκή κοινότητα θα εξοντωθεί από τους Γερμανούς. Έτσι, το 1945, μέσα δηλαδή σε τριάντα τρία χρόνια, το πρόσωπο της πόλης είχε ριζικά μεταβληθεί. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες και κατά το 99% Έλληνες.

Η συγκέντρωση πληθυσμού στην πόλη λόγω του εμφυλίου και η αστυφιλία των αμέσως επόμενων δεκαετιών, με τη συγκέντρωση επήλυδων από τον όλο χώρο της Μακεδονίας, ακόμα και της Θράκης, θα μεταβάλει τη Θεσσαλονίκη σε μια κυριολεκτικά νέα πόλη, που πληθυσμιακά και πολιτισμικά είχε ελάχιστη σχέση με εκείνη του 1912. Αυτή η ριζική ανατροπή της σύνθεσης και των μεγεθών του πληθυσμού της πόλης είχε σαν συνέπεια, τουλάχιστον τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, και δεδομένης της σύγκρουσης με τον βουλγαρικό και σλαβομακεδονικό εθνικισμό –ακόμα και στη διάρκεια του εμφυλίου–, να δημιουργηθεί μια εύλογη παράδοση εμμονής στην ελληνική ταυτότητα και ενίοτε στην υποβάθμιση του ρόλου των παλαιότερων παραδόσεων και πληθυσμών που είχαν ζήσει στην πόλη.

Είναι απολύτως φυσικό, για τους Ποντίους, τους Μικρασιάτες, τους αγρότες από τη Χαλκιδική και τη Δ. Μακεδονία, που ήρθαν να κατοικήσουν στη μεγαλούπολη, η αποκλειστική αναφορά τους να είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Άγιος Δημήτριος και η απελευθέρωση της πόλης το 1912! 

Ο Μαζάουερ και οι συν αυτώ προσάπτουν, στο ελληνικό κράτος και τους Έλληνες, ότι αποσιώπησαν ή «ξέχασαν» –πραγματοποιώντας έτσι μια «γενοκτονία της μνήμης»– την παρουσία των μουσουλμάνων και των εβραίων στην πόλη. Ακόμα και αν δεχτούμε εν μέρει κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η προσφυγιά, που κατέκλυσε τη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, προερχόταν από κάποια άλλη πραγματική γενοκτονία, στην οποία είχαν χάσει τους πατεράδες, τα αδέλφια και τα παιδιά τους.

Οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, είχαν ως μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο την ελληνική τους ταυτότητα και δεν ένιωθαν καθόλου δεμένοι με την ιστορία των παλαιότερων εθνοτικών κοινοτήτων της πόλης, την οποία εν πολλοίς αγνοούσαν. Εάν μάλιστα προστεθεί σε αυτό και η επιβίωση του Μακεδονικού Ζητήματος μέχρι τις μέρες μας, που ενισχύει τις τάσεις για εθνική συνοχή των Ελλήνων, τότε μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί η αναφορά στις «χαμένες κοινότητες», της ιστορίας της πόλης, ήταν μέχρι πρόσφατα ιδιαίτερα ισχνή. Και όποιος δεν κατανοεί αυτή την πραγματικότητα, ενός λαού, του οποίου οι πόλεις ανασκάφτηκαν αναρίθμητες φορές στη μακρά ιστορία του και έπρεπε διαρκώς να αναγεννιούνται εκ του μηδενός –σε αντίθεση με τη ιστορική συνέχεια και τη διάρκεια των πόλεων στη Δύση, οι οποίες δεν αντιμετώπισαν ανάλογες καταστροφές– «δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει» και εν τέλει δεν είναι καν ιστορικός.

Είναι στρατευμένος προπαγανδιστής μιας αντίληψης που δεν θέλει να δει τη συνολική εικόνα, μια ελληνική πόλη 2.300 χρόνων, συνδεδεμένη πάντα με την ευρύτερη μοίρα του ελληνισμού, αλλά απομονώνει μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε αιώνων, κατά την οποία κατοικούνταν –μετά τη βίαιη κατάληψη και εξανδραποδισμό των κατοίκων της– και από άλλες εθνότητες, ως το αποκλειστικό και αποφασιστικό κέντρο της ιστορίας της. 

Και γιατί άραγε ο συγγραφέας μας δεν εκκινεί, όπως είναι και πολύ φυσικό για κάθε ιστορικό βιβλίο, με ένα κεφάλαιο σχετικό με την προ-οθωμανική Θεσσαλονίκη, τη Συμβασιλεύουσα του πολιτισμού και των κοινωνικών αγώνων; Διότι, σε αυτή την περίπτωση, θα αναδεικνυόταν η συνέχεια της πόλης και προφανώς τα μεγάλα της φαντάσματα, με τους Ζηλωτές και την επανάστασή τους, τον Ευστάθιο και την ελληνομάθειά του, τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Νικόλαο Καβάσιλα! Όμως, σε άλλα φαντάσματα στόχευε ο συγγραφέας, εκείνα του οθωμανισμού αποκλειστικά!

Εξάλλου, είναι απολύτως χαρακτηριστική η προσπάθεια να περιγραφεί η Θεσσαλονίκη έξω και πέρα από τους γειτονικούς αγροτικούς και ημιαστικούς πληθυσμούς, που προφανώς μετέβαλαν τα δεδομένα υπέρ του ελληνικού πληθυσμού και εις βάρος των άλλων κοινοτήτων, οι οποίες έτσι θα μετατρέπονταν σε μειονοτικές ομάδες.

Ο Μαζάουερ και η «ελίτ» της Θεσσαλονίκης

Η επιτυχία όμως αυτού του βιβλίου θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Διότι, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας, η οποία, εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια, επιχειρεί να προσαρμόσει την Ελλάδα στα νέα μεγέθη της, τα μεγέθη μιας μικρής επαρχίας της Ευρώπης, πράγμα που προϋποθέτει την κατεδάφιση ή τουλάχιστον την αποσύνδεση των σημερινών ελληνικών πληθυσμών από ένα ιστορικό παρελθόν, που κάνει τους Έλληνες να νιώθουν ακόμα ένα «μεγάλο έθνος». 

Και, όπως λέει πράγματι ο Μ. στο βιβλίο του: «Καθώς τα μικρά κράτη ενσωματώνονται σ’ έναν ευρύτερο κόσμο… ένα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται ένα άλλο παρελθόν».

Διότι, αν πράγματι η Θεσσαλονίκη, το 1430, παύει να είναι ελληνική, όπως ισχυρίζεται έντεχνα ο Μαζάουερ, και ξαναγίνεται ελληνική το 1912, και μάλιστα η διαδικασία ελληνοποίησης συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία του ’50, τότε οι Έλληνες και οι σύγχρονοι ελληνικοί πληθυσμοί –στην περίπτωσή μας, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης– είναι ένα νεοπαγές ιστορικό δημιούργημα που δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορία των 2.300, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ή των 4.000 χρόνων, για τον ελληνισμό και τα ελληνικά φύλα στο σύνολό τους. 

Γι’ αυτό ακριβώς και το βιβλίο του Μ., παρά τις ανακρίβειες, τις ατέλειες και την «ελαφρότητά» του, προεβλήθη σε τέτοιο βαθμό από την εθνομηδενιστική ιστοριογραφία και την πνευματική ελίτ της χώρας. 

Διότι βρισκόταν σε αρμονία ή, μάλλον, συνιστούσε οργανικό στοιχείο της συνολικής απόπειρας να αποκοπεί ο νεώτερος ελληνισμός από την ιστορική διάρκεια και το ιστορικό του παρελθόν.

Έτσι λοιπόν και σήμερα μένει να γραφεί μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία θα συμπεριλάβει, ως δευτερεύουσα αλλά υπαρκτή πλευρά της, και την παρουσία των Οθωμανών, παρότι κατακτητών, και ακόμα περισσότερο των Εβραίων, παρότι εισαχθέντων, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τους κατακτητές. Και το ευσύνοπτο βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου, μέσα από τη συστηματική καταγραφή των σφαλμάτων και των παρασιωπήσεων του βιβλίου του Μαζάουερ, αρθρώνει, ταυτόχρονα, και έναν λόγο για την ίδια την ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Πώς και γιατί, όμως, μια ανάλογη σιγή, αλλά και πληθώρα ενθουσιωδών αναφορών, παρατηρήθηκε στην ίδια τη Θεσσαλονίκη; Αν ψάξουμε τις ρίζες του φαινομένου, θα χρειαστεί μάλλον να πάμε πολύ μακριά, σε έναν βαθύτατο πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό της πόλης.

Εξ αιτίας της προσφυγικής καταγωγής μεγάλου μέρους των Θεσσαλονικέων, ή της αγροτικής προέλευσής τους, σε έναν τόπο όπου η ανάμνηση της τουρκικής παρουσίας είναι πολύ πρόσφατη και ακόμα πιο πρόσφατες οι συγκρούσεις γύρω από το Μακεδονικό, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης εμφορείται από μια έντονα πατριωτική ιδεολογία, ενίοτε και με ισχυρά συντηρητικά και ορθόδοξα στοιχεία. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των βυζαντινών ναών, της γειτνίασης με το Άγιο 

Όρος και με… τα Σκόπια.

Σε αυτά τα πλαίσια και δεδομένης της προϊστορίας της ισχυρής εβραϊκής παρουσίας στο εργατικό κίνημα και των συγκρούσεων του Εμφυλίου, με αποκορύφωμα το Μακεδονικό στα 1948-49, η Αριστερά της πόλης, μειοψηφική, ανέπτυξε μια έντονα εθνομηδενιστική αντίληψη. Σε αυτή συνέβαλε, στη μεταπολιτευτική περίοδο ιδιαίτερα, και η παρουσία του Πανεπιστημίου, ειδικά οι σχολές των Επιστημών του Ανθρώπου, όπου οι αποδομητικές αντιλήψεις στην ιστορία, την παιδαγωγική, τη γλωσσολογία, ήταν πολύ ισχυρότερες από τις αντίστοιχες στην Αθήνα.

Αντίθετα, ο πλειοψηφικός «πατριωτικός» χώρος θα εκφραστεί πολύ περισσότερο από τη Δεξιά, το Κέντρο και, τις περασμένες δεκαετίες, από το ΠΑΣΟΚ, που θα ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος και της «πατριωτικής αριστεράς» που δεν μπορούσε να αποδεχτεί τις ισχυρά εθνομηδενιστικές αντιλήψεις των κυρίαρχων αριστερών κομμάτων.

Ωστόσο, αυτός ο πολιτικο-πολιτισμικός διαχωρισμός υπέκρυπτε και έναν άλλον, κοινωνικό ή οιονεί κοινωνικό, ανάμεσα σε μια σχετικά μικρή, αλλά ισχυρή, ομάδα Θεσσαλονικέων «ευπατρίδων» και μια πλειοψηφία επήλυδων –προσφυγικής ή αγροτικής προέλευσης– που κατά καιρούς έχει λάβει πολλές μορφές.

Η ομάδα κάποιων «παλιών Θεσσαλονικέων», που για χρόνια ένιωθε να «πνίγεται» από την παρουσία των «άξεστων» επήλυδων κάθε είδους, σε συμμαχία με την πανεπιστημιακή και πολιτισμική αριστερά, αναπολεί αίφνης την «πολυεθνική» Θεσσαλονίκη, «τη Θεσσαλονίκη των φαντασμάτων», για να αντιπαρατεθεί στην «ελληνικούρα» που την περιστοιχίζει. Διότι η παλιά Θεσσαλονίκη, η πριν το 1912, εξιδανικεύεται, έτσι, σε μια «πολυπολιτισμική μητρόπολη», την οποία κατέστρεψε η ενσωμάτωση της πόλης στο στενό και «επαρχιώτικο» ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωσή της.

Αυτή η αντίθεση θα εκφραστεί πολύ έντονα και στις πολιτικές διαμάχες που διαπερνούν την πόλη, ιδιαίτερα στο δημοτικό επίπεδο.

Αυτή η θεσσαλονικιώτικη ελίτ, συσπειρωμένη γύρω από το πανεπιστήμιο και το κέντρο της πόλης, είδε στο βιβλίο του Μ. κάτι σαν το «λίμπρο ντ’ όρο» μιας καταγωγής πατρικίων, έστω κι αν αυτό το βιβλίο υποβαθμίζει την ελληνική παρουσία στη Θεσσαλονίκη. 

Φαντασιακά, νιώθουν περισσότερο ταυτισμένοι με τα φαντάσματα μιας «κοσμοπολίτικης» πόλης, παρά με τη συμπρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Και αυτή η αντίθεση, η οποία εκφράζεται με όλους τους πιθανούς τρόπους, εγκολπώθηκε το βιβλίο του Μαζάουερ ως ένα εργαλείο για την κατάκτηση της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας από τις εκσυγχρονιστικές ελίτ στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα.

ΠΗΓΗ: https://www.istorikathemata.com/2019/11/blog-post_13.html

ΠΗΓΗ: Ας μου επιτραπεί να επισημάνω κάτι κρίσιμον. Όλη η διαρκής προβολή των σχετικών βιβλίων, τύπου Μαζάουερ, το Σκοπιανό καί όλα τα παρόμοια, επιδιώκουν κάτι σημαντικόν, το οποίον οφείλουμε να το γνωρίζουμε. Πρό ενός καί περίπου αιώνος, περί το 1.890μ.α.χ.χ., οι Εβραίοι ως έθνος, δεν είχαν το κράτος τους, αλλά ήσαν διεσπαρμένοι καθ' όλον τον πλανήτη. Το 1.896μ.α.χ.χ., οι Εβραίοι εθνικιστές, υπό την ονομασίαν "Σιωνιστές", ίδρυσαν το σύγχρονο Σιωνιστικό κίνημα, με ηγέτη τους τον Θεόδωρο Χερτζλ, με σκοπό την ίδρυσιν ενός νέου κράτους τους. Εκεί λοιπόν, τέθηκε το ερώτημα του τί μέλλει γενέσθαι. Έτσι, τέθηκαν δύο(2) ερωτήματα:

(1) Ναί ή όχι στην ίδρυση ενός νέου κράτους για τους Εβραίους;

Στο συγκεκριμένο ερώτημα υπήρξαν δύο (2) τάσεις:

(α) Ναί, για να συγκεντρωθούν οι Εβραίοι καί να έχουν μίαν εθνικήν εστίαν.

(β) Όχι, διότι ως μετέχοντες εντός των άλλων κρατών, θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες.

Επεκράτησεν η πρώτη ομάδα.

(2) Πού θα έπρεπε να ιδρύσουν το νέο κράτος τους;

(α) Στη Μακεδονία, λόγω του ισχυρού Εβραϊκού στοιχείου, κυρίως στη Θεσσαλονίκη καί στο Μοναστήρι.

(β) Στο Ισραήλ

Επεκράτησεν η δευτέρα ομάς καί προεκλήθη το Μεσανατολικόν.

Τώρα, οι Εβραίοι βλέπουν ότι το κράτος τους καταρρέει λόγω των δημογραφικών πιέσεων καί των εξωτερικών απειλών. 

Έτσι, σχεδιάζουν την απόσπασιν της Μακεδονίας εκ της Ελλάδος καί την ίδρυσιν ενός νέου κράτους τους εντός της Μακεδονίας. 

Αυτό εξηγεί τα πάντα, όσον αφορά το βιβλίο του Μαζάουερ, το Σκοπιανό κ.λ.π. Αν το κατανοήσουμε αυτό, θα κατανοηθεί το βασικόν αίτιον της επίμαχης πολιτικής.-

 


Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας και το σχόλιό σας. Παρακαλούμε να γράφετε με ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια με τα λεγόμενα γκρίκλις θα διαγράφονται.